- ἀπρόοπτα
- ἀπρόοπτοςunforeseenneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Yannis Kondos — Infobox Writer name = Yannis Kondos Γιάννης Κοντός imagesize = caption = birthdate = 1943 birthplace= nationality= Greek deathdate = deathplace= spouse = children = occupation =poet genre = period =1970 ndash; influences = influenced = website =… … Wikipedia
ανωιστί — ἀνωιστί κ. ίστως επίρρ. (Α) [ανώιστος] απροσδόκητα, απρόοπτα … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
κανονικός — Εκείνος που τελείται με ορισμένο κανόνα ή σύμφωνα με κανόνα· εκείνος που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων· εκείνος που προέρχεται από τους κανόνες ή τα δόγματα της Εκκλησίας. Κ. δίκαιο ονομάζεται επίσης το δίκαιο που βασίζεται… … Dictionary of Greek
κατάξαφνα — επίρρ. εντελώς ξαφνικά, απροσδόκητα, απρόοπτα … Dictionary of Greek
ξάφνου — επίρρ. ξαφνικά, αιφνιδίως, απρόοπτα, απροσδόκητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξάφνου(βλ. λ. εξάφνου) με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος] … Dictionary of Greek
ξεμπουκάρω — 1. (για υγρά, αέρια) εξέρχομαι ορμητικά από στόμιο 2. (για πρόσ.) εμφανίζομαι ξαφνικά και απρόοπτα 3. αποφυλακίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + μπουκάρω] … Dictionary of Greek
ξετρυπώνω — 1. βγάζω κάτι από την τρύπα του, από τη φωλιά του, από την κρύπτη του 2. ανακαλύπτω, ανευρίσκω κάποιον ή κάτι αφανές ή καλά κρυμμένο 3. (για ζώα) βγαίνω από το κρησφύγετό μου 4. (σκωπτ.) εμφανίζομαι ξαφνικά, ξεπροβάλλω απρόοπτα, ξεφυτρώνω εκεί… … Dictionary of Greek
ξεφουρνίζω — 1. βγάζω κάτι από τον φούρνο 2. μτφ. παρουσιάζω ή λέω κάτι εντελώς απρόοπτα, απροσδόκητα, χωρίς να τό περιμένουν 3. (κατ επέκτ.) λέω ψέματα ή λέω παράδοξα πράγματα («κάθε φορά που έρχεται μάς ξεφουρνίζει και μια καινούργια ιστορία»). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
οδύσσειος — α, ο (ΑΜ ὀδύσσειος, α, ον, Α και ὀδύσειος και επικ. τ. ὀδυσήϊος και ὀδυσσήϊος, α, ον) [Οδυσσεύς] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Οδυσσέα («οδύσσειες περιπέτειες») 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) Οδύσσεια επικό ποίημα τού Ομήρου το οποίο… … Dictionary of Greek